- κρυπτογραφώ
- (ε) μετ. шифровать, зашифровывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυπτογραφώ — κρυπτογραφώ, κρυπτογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρυπτογραφώ — έω γράφω με συνθηματική γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
κρυπτογραφώ — κρυπτογράφησα, κρυπτογραφήθηκα, κρυπτογραφημένος, γράφω με συνθηματική ή απόκρυφη γραφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ … Dictionary of Greek
κρυπτογράφημα — το [κρυπτογραφώ] κείμενο που έχει συνταχθεὶ σε απόκρυφη συνθηματική γραφή … Dictionary of Greek